απονίβω

απονίβω
απονίπτω (αόρ. απόνιψα и απένιψα) μετ. мыть, умывать;

§ απονί τάς χείρας — я умываю руки;

απονίπτομαι — мыться, умываться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απονίβω" в других словарях:

  • απονίβω — βλ. απονίπτω …   Dictionary of Greek

  • απονίβω — ιψα, ίφτηκα, ιμμένος, τελειώνω το νίψιμο: Μια στιγμή να απονίψω το παιδί κι έρχομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»