- απονίβω
- απονίπτω (αόρ. απόνιψα и απένιψα) μετ. мыть, умывать;
§ απονί τάς χείρας — я умываю руки;
απονίπτομαι — мыться, умываться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ απονί τάς χείρας — я умываю руки;
απονίπτομαι — мыться, умываться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.